- βολαῖος
- βολαῖος, α, ον, ([etym.] βολή)A violent,
θύννος Trag.Adesp.391
, cf. Eust. 1404.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύννος Trag.Adesp.391
, cf. Eust. 1404.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βολαίος — βολαίος, α ον (Α) [βόλος] ορμητικός, βίαιος … Dictionary of Greek
βολαῖος — violent masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολαίας — βολαί̱ᾱς , βολαῖος violent fem acc pl βολαί̱ᾱς , βολαῖος violent fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)